Περίληψη από το άρθρο, «Αν ο πρωθυπουργός τολμούσε μετάνοια», του Χρήστου Γιανναρά στην Καθημερινή 26.7.09.
Η λογική των δημοσκοπήσεων και η οξυδέρκεια του κοινού αισθήματος το βεβαιώνουν: Αποκλείεται η σημερινή κυβέρνηση να κερδίσει τις προσεχείς εκλογές, όποτε και αν διεξαχθούν.
Αυτή η βεβαιότητα, για έναν ταλαντούχο και φιλόδοξο ηγέτη θα μπορούσε να λειτουργήσει ως πρόκληση: Στους μήνες που του απομένουν (επτά μέχρι το εκβιαστικό τελεσίγραφο του αντιπάλου του) να τολμήσει όσες μεταρρυθμιστικές τομές απέφευγε έως τώρα, τρέμοντας το «πολιτικό κόστος».
Εκ των πραγμάτων, το δίλημμά του είναι: αν θα γυρίσει με την αξιοπρέπεια του ηγέτη που, έστω την τελευταία στιγμή, τόλμησε τα καίρια ή με το ισόβιο πια στίγμα του αποτυχημένου. Θα τον έχει κατατροπώσει ο πιο μειονεκτικός αντίπαλος που θα μπορούσε ποτέ να του τύχει.
Το ενδεχόμενο να τολμήσει ο σημερινός πρωθυπουργός την τελευταία στιγμή, το αποκλείουν όλα τα δεδομένα: Δεν τόλμησε τα καίρια και ουσιώδη εφτά χρόνια ως ηγέτης της αντιπολίτευσης και πέντε χρόνια ως πρωθυπουργός, θα τολμήσει τους τελευταίους εφτά μήνες πριν το τέλος;
Στη ζωή του δεν χρειάστηκε να προσπαθήσει ποτέ για τίποτα, γεννήθηκε με όνομα που του εξασφάλιζε κάθε μέρα τον πρώτο λαχνό του λαχείου, βρέθηκε να διαχειρίζεται την πρωθυπουργική μοναρχία, όπως άλλοι κληρονομούν τράπεζα ή εργοστάσιο.
Περίμενε η κοινωνία την αποκατάσταση αξιοκρατικής ιεραρχίας στον δημόσιο βίο, στη λειτουργία του κράτους. Αποκατάσταση ελέγχου και αξιολόγησης της ποιότητας, της ικανότητας, της εργατικότητας.
Την εξάλειψη του αμοραλιστικού λαϊκισμού, που έχει βυθίσει το κράτος σε εφιαλτική υπερχρέωση και έχει αλλοτριώσει τον συνδικαλισμό σε παρακρατική εξουσία γκανγκστερικών εκβιασμών.
Τον δραστικό κοινωνικό έλεγχο των ασύδοτων ιδιωτικών ΜΜΕ και της διαχείρισης του επαγγελματικού «αθλητισμού» από μαστόρους της κοινωνικής αποχαύνωσης.
Την ανάσχεση της διάλυσης και του ευτελισμού της σχολικής και της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.
Αυτά τα (ενδεικτικά) κοινωνικά εγκλήματα, που η ψήφος του λαού απαιτούσε να αντιμετωπίσει με ριζοσπαστικές τομές ο πρωθυπουργός, είναι τα στοιχεία ταυτότητας του ΠΑΣΟΚ, συγκροτούν την «πολιτική» του φυσιογνωμία. Η «Νέα Δημοκρατία» όχι μόνο δεν τα κατάγγειλε ποτέ και δεν τα αντιπάλεψε, αλλά τα υιοθέτησε σιωπηρώς και απολύτως, τα συντήρησε επιμελέστατα για δικό της ποταπό κομματικό όφελος και για να μην τυχόν δυσαρεστήσει ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ που ευελπιστούσε να προσεταιριστεί.
Σε εφτά μήνες προλαβαίνουν να σχεδιαστούν και να εφαρμοστούν οι μεταρρυθμιστικές τομές σε τόσο καίριους τομείς του κοινωνικού βίου; Ίσως ναι, ίσως όχι.
Προλαβαίνει όμως η εξαγγελία και η ανάληψη της προσπάθειας με επιστράτευση της καλύτερης ανθρώπινης ποιότητας που διαθέτει η ελληνική κοινωνία έξω από τα πασιφανώς σάπια «κόμματα εξουσίας» να αλλάξει ριζικά την εικόνα του σημερινού πρωθυπουργού, αλλά και την πολιτική φυσιογνωμία του οριστικά χρεοκοπημένου κόμματός του.
Το σενάριο είναι εντελώς, μα εντελώς ουτοπικό, στην κυριολεξία όνειρο θερινής νυκτός.
Η λογική των δημοσκοπήσεων και η οξυδέρκεια του κοινού αισθήματος το βεβαιώνουν: Αποκλείεται η σημερινή κυβέρνηση να κερδίσει τις προσεχείς εκλογές, όποτε και αν διεξαχθούν.
Αυτή η βεβαιότητα, για έναν ταλαντούχο και φιλόδοξο ηγέτη θα μπορούσε να λειτουργήσει ως πρόκληση: Στους μήνες που του απομένουν (επτά μέχρι το εκβιαστικό τελεσίγραφο του αντιπάλου του) να τολμήσει όσες μεταρρυθμιστικές τομές απέφευγε έως τώρα, τρέμοντας το «πολιτικό κόστος».
Εκ των πραγμάτων, το δίλημμά του είναι: αν θα γυρίσει με την αξιοπρέπεια του ηγέτη που, έστω την τελευταία στιγμή, τόλμησε τα καίρια ή με το ισόβιο πια στίγμα του αποτυχημένου. Θα τον έχει κατατροπώσει ο πιο μειονεκτικός αντίπαλος που θα μπορούσε ποτέ να του τύχει.
Το ενδεχόμενο να τολμήσει ο σημερινός πρωθυπουργός την τελευταία στιγμή, το αποκλείουν όλα τα δεδομένα: Δεν τόλμησε τα καίρια και ουσιώδη εφτά χρόνια ως ηγέτης της αντιπολίτευσης και πέντε χρόνια ως πρωθυπουργός, θα τολμήσει τους τελευταίους εφτά μήνες πριν το τέλος;
Στη ζωή του δεν χρειάστηκε να προσπαθήσει ποτέ για τίποτα, γεννήθηκε με όνομα που του εξασφάλιζε κάθε μέρα τον πρώτο λαχνό του λαχείου, βρέθηκε να διαχειρίζεται την πρωθυπουργική μοναρχία, όπως άλλοι κληρονομούν τράπεζα ή εργοστάσιο.
Περίμενε η κοινωνία την αποκατάσταση αξιοκρατικής ιεραρχίας στον δημόσιο βίο, στη λειτουργία του κράτους. Αποκατάσταση ελέγχου και αξιολόγησης της ποιότητας, της ικανότητας, της εργατικότητας.
Την εξάλειψη του αμοραλιστικού λαϊκισμού, που έχει βυθίσει το κράτος σε εφιαλτική υπερχρέωση και έχει αλλοτριώσει τον συνδικαλισμό σε παρακρατική εξουσία γκανγκστερικών εκβιασμών.
Τον δραστικό κοινωνικό έλεγχο των ασύδοτων ιδιωτικών ΜΜΕ και της διαχείρισης του επαγγελματικού «αθλητισμού» από μαστόρους της κοινωνικής αποχαύνωσης.
Την ανάσχεση της διάλυσης και του ευτελισμού της σχολικής και της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.
Αυτά τα (ενδεικτικά) κοινωνικά εγκλήματα, που η ψήφος του λαού απαιτούσε να αντιμετωπίσει με ριζοσπαστικές τομές ο πρωθυπουργός, είναι τα στοιχεία ταυτότητας του ΠΑΣΟΚ, συγκροτούν την «πολιτική» του φυσιογνωμία. Η «Νέα Δημοκρατία» όχι μόνο δεν τα κατάγγειλε ποτέ και δεν τα αντιπάλεψε, αλλά τα υιοθέτησε σιωπηρώς και απολύτως, τα συντήρησε επιμελέστατα για δικό της ποταπό κομματικό όφελος και για να μην τυχόν δυσαρεστήσει ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ που ευελπιστούσε να προσεταιριστεί.
Σε εφτά μήνες προλαβαίνουν να σχεδιαστούν και να εφαρμοστούν οι μεταρρυθμιστικές τομές σε τόσο καίριους τομείς του κοινωνικού βίου; Ίσως ναι, ίσως όχι.
Προλαβαίνει όμως η εξαγγελία και η ανάληψη της προσπάθειας με επιστράτευση της καλύτερης ανθρώπινης ποιότητας που διαθέτει η ελληνική κοινωνία έξω από τα πασιφανώς σάπια «κόμματα εξουσίας» να αλλάξει ριζικά την εικόνα του σημερινού πρωθυπουργού, αλλά και την πολιτική φυσιογνωμία του οριστικά χρεοκοπημένου κόμματός του.
Το σενάριο είναι εντελώς, μα εντελώς ουτοπικό, στην κυριολεξία όνειρο θερινής νυκτός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου