Περίληψη από το άρθρο, «Ψήφο αντίστασης στην ισοπέδωση», του Χ. Γιανναρά 10.5.09
Έχει καίρια σημασία για την κοινωνική ομαλότητα η δυναμική του εκπαιδευτικού συστήματος, η δυναμική του θεσμοποιημένου κοινωνικού ελέγχου των ΜΜΕ, και η αξιοκρατία στη διοίκηση.
Στην Ελλάδα, πριν από είκοσι οχτώ χρόνια, το ΠΑΣΟΚ ανέτρεψε ευχερέστατα και τις τρεις αυτές προϋποθέσεις κοινωνικής ομαλότητας – και μάλιστα με την καύχηση ότι έτσι επέφερε ποθούμενο «κοινωνικό μετασχηματισμό».
Με τη λογική των εμπορευματοποιημένων μεθόδων πλύσης εγκεφάλου των μαζών, οι κάπηλοι του σοσιαλισμού κολάκεψαν την υπανάπτυκτη σε απαιτήσεις ποιότητας κοινωνική μερίδα, της παραχώρησαν εξωφρενικές προνομίες που εξυπηρετούσαν (τελικά και μεθοδικά) την επιβολή στυγνού κομματικού κράτους.
Εξουδετέρωσαν και ευτέλισαν τους θεσμούς ανάσχεσης της υπανάπτυξης: το σχολειό, το πανεπιστήμιο, την πληροφόρηση και ψυχαγωγία, κάθε λειτουργία πειθαρχικού ελέγχου και αξιολόγησης ποιοτήτων σε οποιαδήποτε πτυχή του δημόσιου βίου.
Σε αυτή τη στρατηγική του ΠΑΣΟΚ, το αντίπαλο «κόμμα εξουσίας», η Νέα Δημοκρατία, είδε μόνο μια συνταγή εκλογικής επιτυχίας και προσπάθησε να τη μιμηθεί ατυχέστατα.
Οι επιπτώσεις αυτής της δικομματικής εξαχρείωσης είναι δραματικές, η χώρα έχει φτάσει κυριολεκτικά στο χείλος εφιαλτικών ενδεχομένων. Αλλά τη διαχείριση της ευθύνης για τα κοινά και για το μέλλον μας την έχει πια η κοινωνική μερίδα που μειονεκτεί σε ποιότητα και καλλιέργεια, η υπανάπτυκτη μερίδα.
Σπιθαμιαία αναστήματα, καιροσκόποι ανατριχιαστικής ανικανότητας νομίζουν ότι θα μπορέσουν να αναχαιτίσουν την τρομακτική κατρακύλα της χώρας: Τον εγκληματικής αφροσύνης υπερδανεισμό, τη συρρικνωμένη στο έπακρο παραγωγικότητα, την ανεξέλεγκτη βία και τον συνδικαλισμένο τραμπουκισμό, την υπαλληλοποίηση και τον κομματισμό στην άμυνα.
Η μερίδα των καλλιεργημένων, συνετών, ασκημένων στην κριτική σκέψη πολιτών, ήταν πάντοτε μειοψηφία. Αλλά λειτουργούσαν θεσμοί αξιολόγησης, έστω ανάπηροι, που έσωζαν τον ηγετικό ρόλο αυτής της μερίδας.
Στα τελευταία τριάντα χρόνια, τα δύο «κόμματα εξουσίας» ευνούχισαν την κοινή γνώμη κολακεύοντας τις άκριτες, ενστικτώδεις προτιμήσεις της, στοχεύοντας αποκλειστικά και μόνο στον εντυπωσιασμό της, στην ανάγκη της για «αναγνωρισιμότητα» των μπροστάρηδων.
Επικεφαλής ευρωψηφοδελτίων τοποθετήθηκαν λαϊκές τραγουδίστριες, σε υπουργικούς θώκους αναβιβάστηκαν δημοσιογραφικές μετριότητες, προπονητές αθλητικών ομάδων, ηθοποιοί πρωταγωνιστές σε σίριαλ και συντονιστές τηλεοπτικών συζητήσεων. Ακόμα και καλαθοσφαιριστές έγιναν δήμαρχοι, εκφωνητές ραδιοφωνικών μεταδόσεων του ποδοσφαίρου στάλθηκαν στο Ευρωκοινοβούλιο να εκπροσωπήσουν τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια πολιτισμού των Ελλήνων.
Η περίπτωση της Ελλάδας είναι από τις πιο ευδιάκριτες αφορμές δυσφορίας ευρωπαϊκών δυνάμεων που βλέπουν τον ρόλο τους στο διεθνές πεδίο να παγιδεύεται στην ελεήμονα στήριξη καλομαθημένων ράθυμων συν–εταίρων. Που σημαίνει ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι να βρεθούμε χωρίς επαναπαυτική ομπρέλα προστασίας, μόνοι, με τον εγκληματικής αφροσύνης υπερδανεισμό μας, τη συρρικνωμένη στο έπακρο παραγωγικότητά μας.
Και η κωμικά αφασική εξωτερική μας πολιτική να πρέπει να ανταγωνιστεί τη σοβαρότητα και ιδιοφυΐα της αυτοκρατορικής πολιτικής ενός Αχμέτ Νταβούτογλου.
Έχει καίρια σημασία για την κοινωνική ομαλότητα η δυναμική του εκπαιδευτικού συστήματος, η δυναμική του θεσμοποιημένου κοινωνικού ελέγχου των ΜΜΕ, και η αξιοκρατία στη διοίκηση.
Στην Ελλάδα, πριν από είκοσι οχτώ χρόνια, το ΠΑΣΟΚ ανέτρεψε ευχερέστατα και τις τρεις αυτές προϋποθέσεις κοινωνικής ομαλότητας – και μάλιστα με την καύχηση ότι έτσι επέφερε ποθούμενο «κοινωνικό μετασχηματισμό».
Με τη λογική των εμπορευματοποιημένων μεθόδων πλύσης εγκεφάλου των μαζών, οι κάπηλοι του σοσιαλισμού κολάκεψαν την υπανάπτυκτη σε απαιτήσεις ποιότητας κοινωνική μερίδα, της παραχώρησαν εξωφρενικές προνομίες που εξυπηρετούσαν (τελικά και μεθοδικά) την επιβολή στυγνού κομματικού κράτους.
Εξουδετέρωσαν και ευτέλισαν τους θεσμούς ανάσχεσης της υπανάπτυξης: το σχολειό, το πανεπιστήμιο, την πληροφόρηση και ψυχαγωγία, κάθε λειτουργία πειθαρχικού ελέγχου και αξιολόγησης ποιοτήτων σε οποιαδήποτε πτυχή του δημόσιου βίου.
Σε αυτή τη στρατηγική του ΠΑΣΟΚ, το αντίπαλο «κόμμα εξουσίας», η Νέα Δημοκρατία, είδε μόνο μια συνταγή εκλογικής επιτυχίας και προσπάθησε να τη μιμηθεί ατυχέστατα.
Οι επιπτώσεις αυτής της δικομματικής εξαχρείωσης είναι δραματικές, η χώρα έχει φτάσει κυριολεκτικά στο χείλος εφιαλτικών ενδεχομένων. Αλλά τη διαχείριση της ευθύνης για τα κοινά και για το μέλλον μας την έχει πια η κοινωνική μερίδα που μειονεκτεί σε ποιότητα και καλλιέργεια, η υπανάπτυκτη μερίδα.
Σπιθαμιαία αναστήματα, καιροσκόποι ανατριχιαστικής ανικανότητας νομίζουν ότι θα μπορέσουν να αναχαιτίσουν την τρομακτική κατρακύλα της χώρας: Τον εγκληματικής αφροσύνης υπερδανεισμό, τη συρρικνωμένη στο έπακρο παραγωγικότητα, την ανεξέλεγκτη βία και τον συνδικαλισμένο τραμπουκισμό, την υπαλληλοποίηση και τον κομματισμό στην άμυνα.
Η μερίδα των καλλιεργημένων, συνετών, ασκημένων στην κριτική σκέψη πολιτών, ήταν πάντοτε μειοψηφία. Αλλά λειτουργούσαν θεσμοί αξιολόγησης, έστω ανάπηροι, που έσωζαν τον ηγετικό ρόλο αυτής της μερίδας.
Στα τελευταία τριάντα χρόνια, τα δύο «κόμματα εξουσίας» ευνούχισαν την κοινή γνώμη κολακεύοντας τις άκριτες, ενστικτώδεις προτιμήσεις της, στοχεύοντας αποκλειστικά και μόνο στον εντυπωσιασμό της, στην ανάγκη της για «αναγνωρισιμότητα» των μπροστάρηδων.
Επικεφαλής ευρωψηφοδελτίων τοποθετήθηκαν λαϊκές τραγουδίστριες, σε υπουργικούς θώκους αναβιβάστηκαν δημοσιογραφικές μετριότητες, προπονητές αθλητικών ομάδων, ηθοποιοί πρωταγωνιστές σε σίριαλ και συντονιστές τηλεοπτικών συζητήσεων. Ακόμα και καλαθοσφαιριστές έγιναν δήμαρχοι, εκφωνητές ραδιοφωνικών μεταδόσεων του ποδοσφαίρου στάλθηκαν στο Ευρωκοινοβούλιο να εκπροσωπήσουν τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια πολιτισμού των Ελλήνων.
Η περίπτωση της Ελλάδας είναι από τις πιο ευδιάκριτες αφορμές δυσφορίας ευρωπαϊκών δυνάμεων που βλέπουν τον ρόλο τους στο διεθνές πεδίο να παγιδεύεται στην ελεήμονα στήριξη καλομαθημένων ράθυμων συν–εταίρων. Που σημαίνει ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι να βρεθούμε χωρίς επαναπαυτική ομπρέλα προστασίας, μόνοι, με τον εγκληματικής αφροσύνης υπερδανεισμό μας, τη συρρικνωμένη στο έπακρο παραγωγικότητά μας.
Και η κωμικά αφασική εξωτερική μας πολιτική να πρέπει να ανταγωνιστεί τη σοβαρότητα και ιδιοφυΐα της αυτοκρατορικής πολιτικής ενός Αχμέτ Νταβούτογλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου