Περίληψη από το άρθρο, «Ψήφος εξαλλαγής του σκηνικού» του Χ. Γιανναρά, 26 Απριλίου 2009.
Ο ίδιος ο ιδρυτής της «Νέας Δημοκρατίας» ήταν άνθρωπος της διαχειριστικής πράξης, αποκλειστικά. Ακόμα και την είσοδο της Ελλάδας στην «Ευρωπαϊκή Ένωση» την επιδίωξε για λόγους ωμής χρησιμοθηρίας, οικονομικής και αμυντικής – δεν είχε τις προϋποθέσεις να προβληματιστεί για τις ιστορικές παραμέτρους της ένταξης.
Με τη «Νέα Δημοκρατία» στην εξουσία, κυρίαρχη ιδεολογία ως το πιο απόμακρο χωριό, σχολειό, γειτονιά ή καφενείο ήταν ένας παλαιοημερολογίτικος μαρξισμός δίχως αντίλογο.
Την ανάγκη αντιλόγου, κριτικής στάσης και θετικής κοινωνικής αντιπρότασης στην «προοδευτική» φενάκη του παλαιοημερολογίτικου μαρξισμού δεν την κατάλαβε ποτέ το κόμμα της «Νέας Δημοκρατίας». Ούτε και όταν ευφυέστατα το ΠΑΣΟΚ προσεταιρίστηκε το φενακισμένο ιδεολόγημα, το συνταίριαξε με τον αμοραλισμό του παπανδρεϊσμού και εμφανίστηκε να σαρκώνει τη ρεβάνς των ηττημένων της πολυαίμακτης ανταρσίας που εξωραΐστηκε σαν «εμφύλιος».
Στη δεκαετία του ’80 η Ελλάδα «μετασχηματιζόταν» στανικά με όρους κοινωνικού παλιμβαρβαρισμού, ιδεολογικής τρομοκρατίας, κυνικού αμοραλισμού. Κατεδαφιζόταν κάθε ιεραρχική δομή του κράτους και της κοινωνίας, κάθε θεσμική αξιοκρατία, κάθε έλεγχος πειθαρχικός ή αξιολόγησης ποιοτήτων. Και η Ν.Δ. αξιωματική τότε αντιπολίτευση δεν ψέλλισε ποτέ έστω μια λέξη διαμαρτυρίας, διαφωνίας, αντίστασης.
Διαλύονταν τα σχολειά, ατιμάζονταν τα πανεπιστήμια, ο συνδικαλισμός είχε αλλοτριωθεί σε γκανγκστερισμό ασύδοτων εκβιασμών, σε αντικοινωνική κακουργία. Ο Παπανδρέου βύθιζε το κράτος σε εφιαλτική υπερχρέωση με ξέφρενο δανεισμό και παρανοϊκή σπατάλη των κοινοτικών «πακέτων». Αλλά η «Νέα Δημοκρατία» σιωπούσε, ήταν κυριολεκτικά ανύπαρκτη, αηδιαστικά ψοφοδεής. Δεν την έκοφτε ούτε η κοινωνία ούτε η πατρίδα ούτε η αξιοπρέπεια. Μόνο το τσιμπολόγημα ψήφων από το ηροστράτειο «κίνημα».
Το 2004 πάλι η Ν. Δ. απέφευγε περίτρομη κάθε συγκεκριμένη αντιδιαστολή της προς το ΠΑΣΟΚ, κάθε ρήξη με την εγκληματική πολιτική του στη Δημόσια Διοίκηση, στην Παιδεία, στον Συνδικαλισμό, στα ΜΜΕ. Κοινωνική αντιπρόταση στον αμοραλισμό και μηδενισμό δεν διέθετε.
Δεν γίνεται να κυβερνηθεί μια χώρα μόνο με κοντόφθαλμη ιδιοτέλεια, φτηνή εξουσιολαγνεία. Όταν μάλιστα είναι εξόφθαλμη και η ανικανότητα, η αδυναμία να επενδυθεί έστω και η ιδιοτέλεια σε φιλόδοξους στόχους. Εξουσία διαχειριστική, δίχως τόλμη για ρήξεις μεταρρυθμιστικές, εξουσία υποταγμένη στην ευτέλεια εσωκομματικών ισορροπιών, καμαρίλας «διαπλεκομένων» είναι εξ ορισμού βραχύβια.
Με τη λογική της τιμιότητας, που ίσως δεν είναι πάντοτε πολιτικά ορθή, απομένει μία και μοναδική ρεαλιστική ελπίδα για την Ελλάδα: Οψέποτε γίνουν εκλογές, ΠΑΣΟΚ και Ν. Δ. να πάρουν το καθένα ποσοστό μικρότερο από το 10% του συνόλου των ψήφων. Να τολμήσουν οι Έλληνες αντίσταση στην αναίδεια και θρασύτητα των «κομμάτων εξουσίας» ψηφίζοντας έστω και κομματίδια ήσσονος σοβαρότητας – φυσιολατρών, κυνηγών, ονειροπαρμένων. Ίσως έτσι θα υποχρεωθεί σε ανασύσταση το πολιτικό σκηνικό.
Ο ίδιος ο ιδρυτής της «Νέας Δημοκρατίας» ήταν άνθρωπος της διαχειριστικής πράξης, αποκλειστικά. Ακόμα και την είσοδο της Ελλάδας στην «Ευρωπαϊκή Ένωση» την επιδίωξε για λόγους ωμής χρησιμοθηρίας, οικονομικής και αμυντικής – δεν είχε τις προϋποθέσεις να προβληματιστεί για τις ιστορικές παραμέτρους της ένταξης.
Με τη «Νέα Δημοκρατία» στην εξουσία, κυρίαρχη ιδεολογία ως το πιο απόμακρο χωριό, σχολειό, γειτονιά ή καφενείο ήταν ένας παλαιοημερολογίτικος μαρξισμός δίχως αντίλογο.
Την ανάγκη αντιλόγου, κριτικής στάσης και θετικής κοινωνικής αντιπρότασης στην «προοδευτική» φενάκη του παλαιοημερολογίτικου μαρξισμού δεν την κατάλαβε ποτέ το κόμμα της «Νέας Δημοκρατίας». Ούτε και όταν ευφυέστατα το ΠΑΣΟΚ προσεταιρίστηκε το φενακισμένο ιδεολόγημα, το συνταίριαξε με τον αμοραλισμό του παπανδρεϊσμού και εμφανίστηκε να σαρκώνει τη ρεβάνς των ηττημένων της πολυαίμακτης ανταρσίας που εξωραΐστηκε σαν «εμφύλιος».
Στη δεκαετία του ’80 η Ελλάδα «μετασχηματιζόταν» στανικά με όρους κοινωνικού παλιμβαρβαρισμού, ιδεολογικής τρομοκρατίας, κυνικού αμοραλισμού. Κατεδαφιζόταν κάθε ιεραρχική δομή του κράτους και της κοινωνίας, κάθε θεσμική αξιοκρατία, κάθε έλεγχος πειθαρχικός ή αξιολόγησης ποιοτήτων. Και η Ν.Δ. αξιωματική τότε αντιπολίτευση δεν ψέλλισε ποτέ έστω μια λέξη διαμαρτυρίας, διαφωνίας, αντίστασης.
Διαλύονταν τα σχολειά, ατιμάζονταν τα πανεπιστήμια, ο συνδικαλισμός είχε αλλοτριωθεί σε γκανγκστερισμό ασύδοτων εκβιασμών, σε αντικοινωνική κακουργία. Ο Παπανδρέου βύθιζε το κράτος σε εφιαλτική υπερχρέωση με ξέφρενο δανεισμό και παρανοϊκή σπατάλη των κοινοτικών «πακέτων». Αλλά η «Νέα Δημοκρατία» σιωπούσε, ήταν κυριολεκτικά ανύπαρκτη, αηδιαστικά ψοφοδεής. Δεν την έκοφτε ούτε η κοινωνία ούτε η πατρίδα ούτε η αξιοπρέπεια. Μόνο το τσιμπολόγημα ψήφων από το ηροστράτειο «κίνημα».
Το 2004 πάλι η Ν. Δ. απέφευγε περίτρομη κάθε συγκεκριμένη αντιδιαστολή της προς το ΠΑΣΟΚ, κάθε ρήξη με την εγκληματική πολιτική του στη Δημόσια Διοίκηση, στην Παιδεία, στον Συνδικαλισμό, στα ΜΜΕ. Κοινωνική αντιπρόταση στον αμοραλισμό και μηδενισμό δεν διέθετε.
Δεν γίνεται να κυβερνηθεί μια χώρα μόνο με κοντόφθαλμη ιδιοτέλεια, φτηνή εξουσιολαγνεία. Όταν μάλιστα είναι εξόφθαλμη και η ανικανότητα, η αδυναμία να επενδυθεί έστω και η ιδιοτέλεια σε φιλόδοξους στόχους. Εξουσία διαχειριστική, δίχως τόλμη για ρήξεις μεταρρυθμιστικές, εξουσία υποταγμένη στην ευτέλεια εσωκομματικών ισορροπιών, καμαρίλας «διαπλεκομένων» είναι εξ ορισμού βραχύβια.
Με τη λογική της τιμιότητας, που ίσως δεν είναι πάντοτε πολιτικά ορθή, απομένει μία και μοναδική ρεαλιστική ελπίδα για την Ελλάδα: Οψέποτε γίνουν εκλογές, ΠΑΣΟΚ και Ν. Δ. να πάρουν το καθένα ποσοστό μικρότερο από το 10% του συνόλου των ψήφων. Να τολμήσουν οι Έλληνες αντίσταση στην αναίδεια και θρασύτητα των «κομμάτων εξουσίας» ψηφίζοντας έστω και κομματίδια ήσσονος σοβαρότητας – φυσιολατρών, κυνηγών, ονειροπαρμένων. Ίσως έτσι θα υποχρεωθεί σε ανασύσταση το πολιτικό σκηνικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου